Ξημερώματα της Πρωτοχρονιάς του 2002. Ο Κ. Σημίτης φωτογραφίζεται περιχαρής δίπλα σε ΑΤΜ, κρατώντας στα χέρια του χαρτονομίσματα του νέου νομίσματος της χώρας, του ευρώ. Δίπλα του, ο τότε διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Λουκάς Παπαδήμος, χειροκροτεί.
Ο κ. Σημίτης συνδέθηκε με το χρηματιστήριο αφού επί πρωθυπουργίας του, πάνω από ένα εκατομμύριο Έλληνες είχαν ενασχόληση με μετοχές. Πολλές από αυτές, όμως, τελικά, τον Σεπτέμβριο του 1999 αποδείχθηκαν «φούσκες», η αξία τους εκμηδενίστηκε, και η κυβέρνηση Σημίτη έγινε στόχος κατηγοριών για οργανωμένο σχέδιο αναδιανομής των κεφαλαίων, αφού δεν ήταν λίγα τα κυβερνητικά στελέχη που ενθάρρυναν την αγορά μετοχών εκ μέρους των Ελλήνων μικροεπενδυτών. «Φούσκες» μεν, αλλαγή νομίσματος δε.
Μια αναδρομή στην απαρχή της ευρω-ιστορία μας
«Το ευρώ είναι η σταθερή αφετηρία για την εδραίωση της ισχυρής και υπερήφανης Ελλάδας, μιας Ελλάδας που δεν μελαγχολεί, δεν παραιτείται, δεν μεμψιμοιρεί, αλλά επιμένει, προσπαθεί, πετυχαίνει και η εικόνα του φτωχού συγγενή δίνει πλέον τη θέση της στην εικόνα μιας χώρας που πιστεύει στον εαυτό της», έλεγε ο Κώστας Σημίτης με το ξημέρωμα του 2002.
Η Ελλάδα με τις κυβερνήσεις Σημίτη, έκανε τα πάντα για να επιτευχθεί ο στόχος του ευρώ. Στο δρόμο της περίφημης «δημοσιονομικής εξυγίανσης» και της επίτευξης των κριτηρίων της Συνθήκης του Μάαστριχτ για την ένταξη στο ευρώ, φτάσαμε στη μείωση του ελλείμματος από 10,4% το 1995 σε 1,09% το 1999 και του δημοσίου χρέους από 111,3% του ΑΕΠ σε 105,2%.
Το 2001 η είσοδος στην Ευρωζώνη γιορτάστηκε από την ελληνική κυβέρνηση, η οποία είχε συμμαχήσει μυστικά ακόμη και με την Goldman Sachs προκειμένου να εξασφαλίσει την υλοποίηση της. Μέσα σε μόλις δύο χρόνια, φάνηκε πως το ευρωπαϊκό όνειρο είχε αρχίσει να μετατρέπεται σε εφιάλτη.
Το 2003 το ΔΝΤ ενημέρωσε την κυβέρνηση Σημίτη ότι η απώλεια ανταγωνιστικότητας που είχε υποστεί η Ελλάδα από την ένταξή της στην ευρωπαϊκή νομισματική ένωση ήταν δραματική και πως, προκειμένου η ελληνική οικονομία να αντέξει στο ευρώ, απαιτούνταν άμεσα διαρθρωτικά μέτρα και ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής πειθαρχίας για να επιτευχθεί επείγουσα εσωτερική υποτίμηση.
Σε έκθεσή του τον Ιούνιο του 2003 το ΔΝΤ αποτύπωνε τη ραγδαία ανατίμηση της Πραγματικής Σταθμισμένης Συναλλαγματικής Ισοτιμίας της Ελλάδας, η οποία είχε απογειωθεί στα επίπεδα-ρεκόρ που είχαν καταγραφεί το 1997 και που είχαν οδηγήσει σε υποτίμηση της δραχμής κατά 14%.
Χωρίς την επιλογή της υποτίμησης η Ελλάδα βρέθηκε απέναντι σε ένα τεράστιο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας. Την κατάσταση επιδείνωνε η ανατίμηση του ίδιου του ευρώ.
Στα μέσα του 2003 η κυβέρνηση Σημίτη πληροφορούνταν από το ΔΝΤ ότι, προκειμένου να μην αποτύχει το πείραμα της ένταξής της στην Ευρωζώνη, η Ελλάδα χρειαζόταν εσωτερική υποτίμηση τουλάχιστον κατά 15%, ποσοστό εξαιρετικά μεγάλο και αντίστοιχο σχεδόν με αυτό που σημειώθηκε μεταξύ 2010-2013 με την εφαρμογή του γνωστού προγράμματος ακραίας λιτότητας της τρόικας.
Μπροστά στον κίνδυνο δριμείας ύφεσης αν επιχειρούνταν εσωτερική υποτίμηση αλλά και αδυνατώντας να παραδεχτεί τον εκτροχιασμό της ελληνικής οικονομίας εντός Ευρωζώνης, η κυβέρνηση Σημίτη επέλεξε να υποσχεθεί τη λήψη μέτρων για να ικανοποιήσει το ΔΝΤ και τους εταίρους της.
Η συναλλαγή της Goldman Sachs το 2001 προέβλεπε την ανταλλαγή ομολόγου ύψους 10 δισ. ευρώ από γεν σε ευρώ με τη χρήση μιας ιστορικής τιμής συναλλάγματος, που εμφάνιζε το δάνειο μειωμένο κατά 2,8 δισ. ευρώ. Χρησιμοποιούσε επίσης ένα swap με επιτόκιο εκτός αγοράς για την αποπληρωμή του δανείου (τα swaps δίνουν τη δυνατότητα στους αντισυμβαλλόμενους να ανταλλάξουν δύο μορφές επιτοκίων, όπως τα σταθερά και τα κυμαινόμενα, με σημείο αναφοράς ένα θεωρητικό ποσό χρέους).
Το swap περιελάμβανε την ανταλλαγή ελληνικού δημόσιου χρέους από γεν και δολάρια, εκτιμώμενο σε 10 δισ. δολάρια ευρώ περίπου, με τις τρέχουσες συναλλαγματικές ισοτιμίες εκείνης της εποχής, σε ένα ποσό που υπολειπόταν των 10 δισ. ευρώ με την διαφορετική ισοτιμία (off market) που έγινε η συναλλαγή.
Ο λόγος για τον οποίο η τρέχουσα αξία του swap -στην ουσία μιλάμε για μια σειρά επιμέρους swap- δεν ήταν μηδέν, όπως συνήθως συμβαίνει, ήταν γιατί η συμφωνία ανταλλαγής βασίστηκε σε μια συναλλαγματική ισοτιμία που διέφερε από την τρέχουσα (spot) της εποχής.
Η χρονική διάρκεια των συμφωνιών (tranches) του συγκεκριμένου swap εκτιμάται σε 15 χρόνια και ίσως παραπάνω.
Η Goldman Sachs πούλησε το currency swap στην Εθνική Τράπεζα το 2005 ως IRS swap, δηλαδή ανταλλαγής επιτοκιακών ροών σε ευρώ.
Η διαφορά των 2,8 δισ. ευρώ έγινε ένα έμμεσο δάνειο της Goldman στην Ελλάδα, ως ένα ακόμα swap, που δεν θα φαινόταν στο χρέος και θα αποπληρωνόταν λοιπόν το 2019. Τα κόστη των χρηματιστηριακών συναλλαγών επί του swap αυξήθηκαν διότι η συμφωνία είχε θεωρητική αξία που ξεπερνούσε τα 15 δισ. ευρώ, ποσό υψηλότερο του ίδιου του δανείου. Λόγω του μεγέθους και της περιπλοκότητας της συμφωνίας η Goldman Sachs χρέωσε αναλογικά υψηλότερες προμήθειες χρηματιστηριακών συναλλαγών απ’ ό,τι χρέωνε για συμφωνίες μικρότερου μεγέθους και απλούστερης δομής.
Μετά το σκάνδαλο Enron που ξέσπασε στις ΗΠΑ, άρχισαν οι έλεγχοι στις αμερικανικές τράπεζες και η Goldman Sachs ήθελε να το ξεφορτωθεί. Ζήτησε λοιπόν, το 2005, από την ελληνική κυβέρνηση να το πάρει πίσω. Ο Γ. Αλογοσκούφης δέχθηκε κι έβαλε την Εθνική Τράπεζα να το αγοράσει, η οποία το πήρε στην τιμή των 5,5 δισ. (από 2,8 που ήταν αρχικά). Η Ν.Δ. λέει ότι το έκανε για να το επιμηκύνει, μειώνοντας την ετήσια δόση σε 320 εκατομμύρια μέχρι το 2039.
Το ποσό αυτό εξακολουθούσε να αποτελεί «κρυφό» χρέος, προς την Εθνική. Μόνο που το 2008 η ΕΚΤ άρχισε να ρωτά την κυβέρνηση εάν έχει χρέη σε κρυφά swaps και αυτή σφύριζε αδιάφορα. Μέχρι που ήρθε η κυβέρνηση Παπανδρέου. Τότε φανερώθηκε και το κρυφό swap των 5,5 δισ. που συνέβαλε στην αύξηση του χρέους, με τις γνωστές συνέπειες.
Σύμφωνα με έκθεση της Eurostat (15/11/ 2010), «η Ελλάδα πραγματοποίησε σε μεγάλο αριθμό ανταλλαγές χρέους (swaps) εκτός αγοράς από το 2001 έως και τα τέλη του 2007, οι οποίες οδήγησαν στην αύξηση του εθνικού χρέους της». Όλα αυτά ήταν μέχρι σήμερα, λίγο πολύ γνωστά. Η είσοδος της χώρας στο ευρώ έγινε με βίαιο τρόπο και χωρίς σωστή προετοιμασία. Τα χρέη έφτασαν «στον Θεό» εξ αιτίας των επαχθών δανεισμών και της κακής διαχείρισης, και φτάσαμε στο πρώτο, το δεύτερο αλλά και το τρίτο μνημόνιο που δεσμεύουν την οικονομία σε διαρκή λιτότητα.
Ο Σημίτης και η «νέα δραχμή»
Εν έτει 2016, ο άνθρωπος που μας έβαλε στο ευρώ επανέρχεται με το νέο του βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πόλις» και τιτλοφορείται «Υπάρχει λύση; Συζήτηση με τον Γιάννη Πρετεντέρη».
Οι εταίροι μας επιμένουν ότι συμφώνησαν με την Ελλάδα να ρυθμίσουν το χρέος το 2018
Ο Κ. Σημίτης απαντά επίσης σε ερωτήσεις που αφορούν την απογραφή του 2004 και τα GreekSTATISTICS, το «έγκλημα του χρηματιστηρίου», το κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων, την υποχώρηση της κυβέρνησής του στο θέμα του ασφαλιστικού το 2001, τις σχέσεις κράτους και εκκλησίας.
Κατά την άποψή του, η Ελλάδα δεν είναι καταδικασμένη σε μόνιμη υστέρηση. Ένας δρόμος διαφορετικός από τον εθνικολαϊκισμό, την εσωστρέφεια και την στασιμότητα είναι εφικτός. Δυνάμεις υπάρχουν για να επιδιώξει η χώρα τη μεταρρύθμιση για μια πιο δίκαιη κοινωνία. Οφείλουν να συνεργασθούν και να συγκεκριμενοποιήσουν τις επιδιώξεις τους.
Ο κ. Σημίτης στο προσωπικό του σημείωμα αναφέρεται στο ζήτημα της ρύθμισης του ελληνικού χρέους, σημειώνοντας, μεταξύ άλλων, πως οι εταίροι επιμένουν ότι συμφώνησαν με την Ελλάδα να ρυθμίσουν το χρέος το 2018, ενώ ο πολίτης διαβάζει ότι πρόκειται να αποφασιστούν βραχυπρόσθεσμα, μεσοπρόσθεσμα και μακρόθεσμα μέτρα για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, αλλά προς το παρόν είναι προς συζήτηση μόνο τα βραχυπρόθεσμα.
Ποια είναι τα υπόλοιπα παραμένει άγνωστο, όπως επίσης άγνωστο παραμένει το πότε θα προσδιοριστούν και ποιες θα είναι οι επιπτώσεις τους, προσθέτει ο κ. Σημίτης.
Το εισαγωγικό του σημείωμα όπως δόθηκε στη δημοσιότητα από το Βήμα:
«Η βροχή πληροφόρησης στα μέσα ενημέρωσης είναι βροχή αινιγμάτων. Ο πολίτης δυσκολεύεται να κατανοήσει τι ακριβώς συμβαίνει, ποιες θα είναι οι εξελίξεις και, κυρίως, τι σημαίνουν γι’ αυτόν. Η κυβέρνηση τον διαβεβαιώνει ότι προχωρεί τώρα προς τη ρύθμιση του χρέους. Πώς; Οι εταίροι μας επιμένουν ότι συμφώνησαν με την Ελλάδα να ρυθμίσουν το χρέος το 2018.
Ο πολίτης διαβάζει ότι πρόκειται να αποφασισθούν βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, αλλά προς το παρόν είναι υπό συζήτηση μόνο τα βραχυπρόθεσμα. Ποια είναι τα υπόλοιπα παραμένει άγνωστο, όπως άγνωστο είναι επίσης το πότε θα προσδιορισθούν και ποιες θα είναι οι επιπτώσεις τους. Νέοι φόροι; Νέα ρύθμιση συντάξεων; Νέα μείωση του εισοδήματός του;
Οι μεν τον διαβεβαιώνουν ότι όλα θα καλυτερεύσουν στο άμεσο μέλλον, οι δε ότι το μέλλον θα είναι σκοτεινό για απροσδιόριστο χρόνο. Επικρατεί σύγχυση και αβεβαιότητα. Όχι μόνο ο ίδιος δεν μπορεί να κατανοήσει τους όρους του παιχνιδιού, αλλά και όσοι ασχολούνται επαγγελματικά με τα θέματα αυτά διερωτώνται τι μπορούν να θεωρήσουν βέβαιο.
Τον Μάιο του 2016 το αρμόδιο όργανο της ΟΝΕ, το Eurogroup, ανακοίνωσε ότι «ο σημαντικός βαθμός αβεβαιότητας για τις μακροοικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα δεν του επιτρέπει να αποφανθεί για το τι θα συμβεί στο μέλλον». Είναι δυνατή, παρ’ όλα αυτά, μια λύση;
Η συζήτηση με τον Γιάννη Πρετεντέρη σκοπό έχει να βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση των προβλημάτων. Διαλέξαμε αυτόν τον τρόπο ανταλλαγής απόψεων για να εκφρασθούμε ζωντανά και κατανοητά. Δεν το καταφέραμε, ίσως, πάντα. Η οικονομία και η πολιτική έχουν την ιδιαίτερη γλώσσα τους.
Κύριος στόχος μας είναι να προβληματίσουμε. Τα ποικίλα θέματα που αντιμετωπίζει η χώρα δεν θα λυθούν,ΑΝ δεν συμβάλλουν στην υπέρβασή τους καλά πληροφορημένοι πολίτες με άποψη και κρίση».
Τι κρύβει το 2018
Πρώτα απ’ όλα ο κ. Σημίτης θεωρεί απίθανο ένα τέταρτο μνημόνιο, όπως δημοσιεύει το Βήμα. «Οχι μόνο γιατί οι Γερμανοί δεν το επιθυμούν αλλά και γιατί οι περισσότερες χώρες της ευρωζώνης δεν πρόκειται να συμφωνήσουν σε συνέχιση της χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας μέσω μνημονίων» όπως σημειώνει. Κι αν δεν βρεθούν χρήματα (με επιστροφή στις αγορές ή κάποιου τύπου νέο δάνειο) «θα επακολουθήσει η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη και, πιθανότατα, η πτώχευση».
Υπογραμμίζει με τον πιο ευθύ τρόπο ότι πλέον «η Ελλάδα ανήκει σε μια νέα κατηγορία μελών» και ότι «δεν πρόκειται να επανέλθει σε συγκεκριμένο και προβλέψιμο χρόνο στην κανονικότητα της ευρωζώνης». Χαρακτηρίζει «παραπλανητικό» τον ισχυρισμό του Πρωθυπουργού ότι το 2018 θα έχουμε βγει από το Μνημόνιο γιατί «το Μνημόνιο αντικαταστάθηκε ήδη από μια μόνιμη ρύθμιση». Και αναφέρει τόσο το Υπερταμείο (ως αποτέλεσμα μιας «πρωτόγνωρης επιτήρησης»…) όσο και τον «αυτόματο κόφτη δαπανών» χάρη στον οποίο η Ευρώπη δεν μας ασκεί πλέον ιδιαίτερη πίεση αφού «εμείς θα επιλέγουμε αν θέλουμε ή όχι να φτωχαίνουμε». Τονίζει ότι η πιθανότερη λύση για τη διχογνωμία μεταξύ Ευρώπης και ΔΝΤ ως προς το ελληνικό χρέος είναι «το ΔΝΤ να μη συμμετέχει πλέον στη χρηματοδότηση του ελληνικού προγράμματος. Θα συνεχίσει όμως να συμμετέχει στην εποπτεία ως «τεχνικός σύμβουλος».
Αν ως το 2018 δεν είμαστε στις αγορές τότε η «λύση» θα είναι πτώχευση, εθνικό νόμισμα, υποτίμηση, νέα λιτότητα και χειρότερη κρίση
Και προβλέπει: «Λύση του προβλήματος [του χρέους] αυτή τη στιγμή δεν είναι ορατή. Χρειάζεται χρόνος. Η λύση θα πραγματοποιηθεί πιθανότατα το 2018, όπως έχει συμφωνηθεί. Μέχρι τότε οι θριαμβευτικές ανακοινώσεις ότι επιτεύχθηκε η μείωση του χρέους θα αφορούν μόνο δευτερεύοντα ζητήματα» (όπως τα επιτόκια των δανείων του ESM). Η σαφέστατη προειδοποίηση του κ. Σημίτη είναι ότιΑΝ ως το 2018 δεν είναι βέβαιο ότι η χώρα μπορεί να χρηματοδοτείται από τις αγορές τότε η «λύση» δεν θα είναι περικοπή χρέους και τέταρτο μνημόνιο αλλά πτώχευση, εθνικό νόμισμα, υποτίμηση, νέα λιτότητα και χειρότερη κρίση. Ας πάρουμε μια γεύση για όσα επέρχονται: Οι συντάξεις είναι βιώσιμες; Όχι λέει ο κ. Σημίτης. «Η Ελλάδα δαπανά περίπου το 10% του ΑΕΠ για να στηρίξει το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης ενώ ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 2%… Γι’ αυτό και αργά ή γρήγορα θα υπάρξει καινούργια ρύθμιση».
«Αλλά και οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν ευθύνη απέναντι στη χώρα, παρά τους εσφαλμένους υπολογισμούς των δανειστών, να πάρουν τα αναγκαία και εφικτά μέτρα για τη σταθεροποίηση της οικονομίας και την αναστροφή της αρνητικής πορείας. Να περιορίσουν, π.χ., τις αμυντικές δαπάνες και να κλείσουν δημόσιες επιχειρήσεις που σωρεύουν ζημίες. Να υποδείξουν στα όργανα της Ένωσης ένα εφικτό πρόγραμμα και να θέσουν ρεαλιστικούς στόχους, ώστε να βελτιώσουν τη διαπραγματευτική θέση της χώρας.
Οι κυβερνήσεις δίσταζαν, καθυστερούσαν και ενδιαφέρονταν κυρίως για τη δημόσια εικόνα τους», αναφέρει και ως προς τη διέξοδο, καταγράφει:
«Υπάρχουν γι’ αυτό, παρά τον ζόφο που επικρατεί, δυνάμεις που επιδιώκουν να ακολουθήσει η χώρα μια κατεύθυνση προόδου, να επιτύχει την καλύτερη λειτουργία του κράτους, μια πιο δίκαιη κοινωνία, ένα περιβάλλον ανοιχτό στα σύγχρονα ρεύματα σκέψης, και την ενεργό συμμετοχή της στη συνεχή αναδιαμόρφωση της ευρωπαϊκής συνεργασίας».
πηγη
from Lougantina-news http://ift.tt/2fFlJsJ
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου