«Εχει τόσο ωραίο καλοκαιρινό ήλιο, κι εγώ θα κλειστώ σ’ ένα κελί; Ανακαλώ την ομολογία μου και δεν την υπογράφω». Αυτό ανέφερε στους αστυνομικούς η 38χρονη Δήμητρα Β. που κατηγορείται για τη δολοφονία – στις 8 Δεκεμβρίου 2014 – του 42χρονου πρώην ναυτικού συζύγου της, ο οποίος βρέθηκε νεκρός με δύο σφαίρες στο κεφάλι και στα πλευρά στο σπίτι ενός κοινού φίλου τους στην Κοιλάδα Ερμιονίδας.
Ωστόσο αυτή η αναφορά της και η απόπειρα «διάσωσής» της αποτελούν την τελευταία πράξη ενός εντυπωσιακού άγνωστου παρασκηνίου των αστυνομικών ερευνών, το οποίο αποκαλύπτει «Το Βήμα» για την πολύκροτη υπόθεση.
Στελέχη της ΕΛ.ΑΣ., ύστερα από ένα αρχικό σφάλμα που απέδωσε σε αυτοκτονία τον θάνατο του 42χρονου, είχαν αποδυθεί για πολλές εβδομάδες σε έναν αγώνα τεκμηρίωσης της εμπλοκής της 38χρονης συζυγοκτόνου αλλά και άσκησης πίεσης προκειμένου να ομολογήσει.
Κάτι που κατόρθωσαν – και ενώ δεν υπήρχε τελικώς κανένα αποδεικτικό στοιχείο σε βάρος της – με την επίκληση πως «πρέπει να τα πεις, γιατί είναι προφανές ότι όλα τα έκανες εν βρασμώ ψυχής και θα έχεις ευνοϊκή δικαστική μεταχείριση». Και όλα αυτά ενώ η δολοφόνος λίγο νωρίτερα εμφανιζόταν σε τηλεοπτικές εκπομπές δηλώνοντας «θα κάνω τον υπέρ πάντων αγώνα για να βρεθεί αυτός που σκότωσε τον άντρα μου».
Τι ακριβώς συνέβη με τις μυστικές αστυνομικές έρευνες; Στέλεχος της ΕΛ.ΑΣ. που παρακολούθησε από κοντά την πορεία της υπόθεσης λέει: «Αρχικώς υπήρχε μια σύγχυση, αφού είχαμε δει μια σφαίρα στο σώμα του νεκρού. Το δεύτερο βλήμα στο κεφάλι του νεκρού βρέθηκε σε δεύτερη φάση γιατί είχε πυροβοληθεί από σχετικά μικρή απόσταση από το πλάγιο μέρος του κεφαλιού και είχε αφήσει εξαιρετικά μικρό ίχνος αίματος στην επονομαζόμενη “πύλη εισόδου του βλήματος” που δεν έγινε αμέσως αντιληπτή. Ωστόσο υπήρχαν τρεις-τέσσερις περιπτώσεις στο παρελθόν – μία σε περίπτωση αυτοπυροβολισμού αστυνομικού – όπου ο αυτόχειρας είχε πυροβολήσει δύο φορές τον εαυτό του. Και έτσι δεν είχε αποκλειστεί, παρά τις δύο σφαίρες στο σώμα και στο κεφάλι του νεκρού, ότι πρόκειται για αυτοκτονία. Ομως κι από τον βλητικό έλεγχο και από άλλα ευρήματα καταλήξαμε ότι πρόκειται αναμφισβήτητα για ανθρωποκτονία».
Τα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. σημείωναν ότι από την αρχή θεώρησαν βασική ύποπτο τη σύζυγο του 42χρονου. Και αυτό, όπως λένε, για «πέντε λόγους»: «Πρώτον, μας παρουσίασε ένα αυστηρό άλλοθι για τις κινήσεις της τη στιγμή του φόνου, όπου περιέγραφε με ακρίβεια δευτερολέπτου ορισμένες ενέργειές της σε άλλους χώρους.
Είχε όλον τον χρόνο να το κάνει, γιατί αρχικά οι έρευνες είχαν στραφεί στην εκδοχή της αυτοκτονίας. Ομως αυτά τα άλλοθι “υψίστης ακριβείας” σε στενά χρονικά πλαίσια μας προβλημάτισαν. Δεύτερον, είναι ότι πληροφορηθήκαμε πως η σύζυγος είχε ζητήσει επίμονα από μια συγγενή της να μεταβάλει κατά μία ώρα τον χρόνο που εκείνη την ενημέρωσε για την ανεύρεση του νεκρού συζύγου της. Κάτι που μας έδειχνε ότι ίσως αυτό κλόνιζε κάποιον από τους ισχυρισμούς της. Ενα τρίτο στοιχείο ήταν μια ιδιαίτερα σημαντική μαρτυρία ενός γείτονα από το σπίτι του φόνου που επέμενε ότι πριν ακούσει δύο πυροβολισμούς είχε ακούσει μια πνιχτή γυναικεία φωνή, αλλά και μια φράση από τον άνδρα ότι “κρατούσε ένα μαχαίρι”. Πράγματι από την έρευνα που ακολούθησε διαπιστώθηκε ότι υπήρχε στον χώρο του εγκλήματος ένα μαχαίρι που είχε πρόσφατα αποτυπώματα του δολοφονημένου. Μας προβλημάτισε ακόμη το γεγονός ότι στον τόπο του εγκλήματος δεν βρέθηκε το τσαντάκι με το κινητό και άλλα προσωπικά αντικείμενα του θύματος κι αυτό ανακαλύφθηκε συμπτωματικά από τη σύζυγό του στο σπίτι τους».
Ωστόσο υπήρξε και νέα αλληλουχία στοιχείων…
Στην τελευταία φάση της έρευνας εντοπίστηκε ένα SMS που είχε στείλει στο θύμα λίγες ώρες πριν από τον φόνο μια κοπέλα από την περιοχή και το οποίο εξελήφθη σαν «ερωτική πρόσκληση».
Το SMS εντοπίστηκε στο κινητό της εν λόγω κοπέλας σε δεύτερη φάση, αλλά περιέργως δεν είχε ανακαλυφθεί στον έλεγχο της συσκευής του πρώην ναυτικού στα Εγκληματολογικά Εργαστήρια της ΕΛ.ΑΣ.
Ωστόσο εντοπίστηκε και κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον σε σχέση με την αποστολέα αυτού του SMS.
Διαπιστώθηκε λοιπόν ότι υπήρχε μεταγενέστερο του φόνου αίτημα στον εργοδότη της κοπέλας να απολυθεί. Το αίτημα αυτό προέκυψε ότι το είχε υποβάλει στον ανυποψίαστο επιχειρηματία η γυναίκα του 42χρονου με την επίκληση «τις σχέσεις που είχε με τον άντρα της».
Και αυτό βεβαίως – σύμφωνα με τους αστυνομικούς – αποτελούσε μια ένδειξη συμμετοχής της στον φόνο, αλλά και του λόγου που, όπως διαπιστώθηκε εκ των υστέρων, η 38χρονη δεν άφησε το κινητό του άντρα της κοντά στο σημείο του θανάτου του και ακολούθησε πιθανόν προσπάθεια διαγραφής στοιχείων.
Ετσι λοιπόν τις τελευταίες εβδομάδες οι αστυνομικοί που ασχολούνταν με την υπόθεση αναζητούσαν τρόπο ώστε να πείσουν την 38χρονη να ομολογήσει με την «πολιορκία» των σε βάρος της στοιχείων, τα οποία όμως κρίνονταν «δικαστικά αδύναμα». Και αυτό με το δεδομένο ότι η 38χρονη φαινόταν ακλόνητη στις θέσεις της και επιχειρούσε να δικαιολογήσει τα πάντα. Ακόμη και ίχνη DNA από το δέρμα της που βρέθηκαν στα δάχτυλα του δολοφονηθέντος τα απέδωσε σε «περιπτύξεις» τους λίγες ώρες νωρίτερα από τον φόνο.
Τελικώς η 38χρονη ομολόγησε σε έμπειρο αστυνομικό της Ασφαλείας Ναυπλίου, ο οποίος επέλεξε, ύστερα και από συνενοήσεις με συναδελφους του, να την προσεγγίσει με πρόταξη της «δικαιολόγησης της πράξης της λόγω του θυμού της από τη “συμπεριφορά” του συζύγου της τις μοιραίες στιγμές». Η 38χρονη αποκάλυψε στους αστυνομικούς τα πάντα, μίλησε για «βρασμό ψυχής» και απέφυγε να αναφέρει γιατί εγκατέλειψε τον άντρα της ενώ ήταν βαριά τραυματισμένος.
Οταν ολοκλήρωσε την απολογία της και λίγο προτού υπογράψει δέχθηκε στο κινητό της κλήση από στενή συγγενή της. Ηταν αυτό που φάνηκε, σύμφωνα με αστυνομικούς, να την κλονίζει. Τότε μίλησε στους αστυνομικούς «για τον καλοκαιρινό ήλιο που θέλει να βλέπει για πάντα». Ωστόσο μόλις είχε ολοκληρωθεί η αστυνομική έρευνα.
ΠΗΓΗ
Ωστόσο αυτή η αναφορά της και η απόπειρα «διάσωσής» της αποτελούν την τελευταία πράξη ενός εντυπωσιακού άγνωστου παρασκηνίου των αστυνομικών ερευνών, το οποίο αποκαλύπτει «Το Βήμα» για την πολύκροτη υπόθεση.
Στελέχη της ΕΛ.ΑΣ., ύστερα από ένα αρχικό σφάλμα που απέδωσε σε αυτοκτονία τον θάνατο του 42χρονου, είχαν αποδυθεί για πολλές εβδομάδες σε έναν αγώνα τεκμηρίωσης της εμπλοκής της 38χρονης συζυγοκτόνου αλλά και άσκησης πίεσης προκειμένου να ομολογήσει.
Κάτι που κατόρθωσαν – και ενώ δεν υπήρχε τελικώς κανένα αποδεικτικό στοιχείο σε βάρος της – με την επίκληση πως «πρέπει να τα πεις, γιατί είναι προφανές ότι όλα τα έκανες εν βρασμώ ψυχής και θα έχεις ευνοϊκή δικαστική μεταχείριση». Και όλα αυτά ενώ η δολοφόνος λίγο νωρίτερα εμφανιζόταν σε τηλεοπτικές εκπομπές δηλώνοντας «θα κάνω τον υπέρ πάντων αγώνα για να βρεθεί αυτός που σκότωσε τον άντρα μου».
Τι ακριβώς συνέβη με τις μυστικές αστυνομικές έρευνες; Στέλεχος της ΕΛ.ΑΣ. που παρακολούθησε από κοντά την πορεία της υπόθεσης λέει: «Αρχικώς υπήρχε μια σύγχυση, αφού είχαμε δει μια σφαίρα στο σώμα του νεκρού. Το δεύτερο βλήμα στο κεφάλι του νεκρού βρέθηκε σε δεύτερη φάση γιατί είχε πυροβοληθεί από σχετικά μικρή απόσταση από το πλάγιο μέρος του κεφαλιού και είχε αφήσει εξαιρετικά μικρό ίχνος αίματος στην επονομαζόμενη “πύλη εισόδου του βλήματος” που δεν έγινε αμέσως αντιληπτή. Ωστόσο υπήρχαν τρεις-τέσσερις περιπτώσεις στο παρελθόν – μία σε περίπτωση αυτοπυροβολισμού αστυνομικού – όπου ο αυτόχειρας είχε πυροβολήσει δύο φορές τον εαυτό του. Και έτσι δεν είχε αποκλειστεί, παρά τις δύο σφαίρες στο σώμα και στο κεφάλι του νεκρού, ότι πρόκειται για αυτοκτονία. Ομως κι από τον βλητικό έλεγχο και από άλλα ευρήματα καταλήξαμε ότι πρόκειται αναμφισβήτητα για ανθρωποκτονία».
Τα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. σημείωναν ότι από την αρχή θεώρησαν βασική ύποπτο τη σύζυγο του 42χρονου. Και αυτό, όπως λένε, για «πέντε λόγους»: «Πρώτον, μας παρουσίασε ένα αυστηρό άλλοθι για τις κινήσεις της τη στιγμή του φόνου, όπου περιέγραφε με ακρίβεια δευτερολέπτου ορισμένες ενέργειές της σε άλλους χώρους.
Είχε όλον τον χρόνο να το κάνει, γιατί αρχικά οι έρευνες είχαν στραφεί στην εκδοχή της αυτοκτονίας. Ομως αυτά τα άλλοθι “υψίστης ακριβείας” σε στενά χρονικά πλαίσια μας προβλημάτισαν. Δεύτερον, είναι ότι πληροφορηθήκαμε πως η σύζυγος είχε ζητήσει επίμονα από μια συγγενή της να μεταβάλει κατά μία ώρα τον χρόνο που εκείνη την ενημέρωσε για την ανεύρεση του νεκρού συζύγου της. Κάτι που μας έδειχνε ότι ίσως αυτό κλόνιζε κάποιον από τους ισχυρισμούς της. Ενα τρίτο στοιχείο ήταν μια ιδιαίτερα σημαντική μαρτυρία ενός γείτονα από το σπίτι του φόνου που επέμενε ότι πριν ακούσει δύο πυροβολισμούς είχε ακούσει μια πνιχτή γυναικεία φωνή, αλλά και μια φράση από τον άνδρα ότι “κρατούσε ένα μαχαίρι”. Πράγματι από την έρευνα που ακολούθησε διαπιστώθηκε ότι υπήρχε στον χώρο του εγκλήματος ένα μαχαίρι που είχε πρόσφατα αποτυπώματα του δολοφονημένου. Μας προβλημάτισε ακόμη το γεγονός ότι στον τόπο του εγκλήματος δεν βρέθηκε το τσαντάκι με το κινητό και άλλα προσωπικά αντικείμενα του θύματος κι αυτό ανακαλύφθηκε συμπτωματικά από τη σύζυγό του στο σπίτι τους».
Ωστόσο υπήρξε και νέα αλληλουχία στοιχείων…
Στην τελευταία φάση της έρευνας εντοπίστηκε ένα SMS που είχε στείλει στο θύμα λίγες ώρες πριν από τον φόνο μια κοπέλα από την περιοχή και το οποίο εξελήφθη σαν «ερωτική πρόσκληση».
Το SMS εντοπίστηκε στο κινητό της εν λόγω κοπέλας σε δεύτερη φάση, αλλά περιέργως δεν είχε ανακαλυφθεί στον έλεγχο της συσκευής του πρώην ναυτικού στα Εγκληματολογικά Εργαστήρια της ΕΛ.ΑΣ.
Ωστόσο εντοπίστηκε και κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον σε σχέση με την αποστολέα αυτού του SMS.
Διαπιστώθηκε λοιπόν ότι υπήρχε μεταγενέστερο του φόνου αίτημα στον εργοδότη της κοπέλας να απολυθεί. Το αίτημα αυτό προέκυψε ότι το είχε υποβάλει στον ανυποψίαστο επιχειρηματία η γυναίκα του 42χρονου με την επίκληση «τις σχέσεις που είχε με τον άντρα της».
Και αυτό βεβαίως – σύμφωνα με τους αστυνομικούς – αποτελούσε μια ένδειξη συμμετοχής της στον φόνο, αλλά και του λόγου που, όπως διαπιστώθηκε εκ των υστέρων, η 38χρονη δεν άφησε το κινητό του άντρα της κοντά στο σημείο του θανάτου του και ακολούθησε πιθανόν προσπάθεια διαγραφής στοιχείων.
Ετσι λοιπόν τις τελευταίες εβδομάδες οι αστυνομικοί που ασχολούνταν με την υπόθεση αναζητούσαν τρόπο ώστε να πείσουν την 38χρονη να ομολογήσει με την «πολιορκία» των σε βάρος της στοιχείων, τα οποία όμως κρίνονταν «δικαστικά αδύναμα». Και αυτό με το δεδομένο ότι η 38χρονη φαινόταν ακλόνητη στις θέσεις της και επιχειρούσε να δικαιολογήσει τα πάντα. Ακόμη και ίχνη DNA από το δέρμα της που βρέθηκαν στα δάχτυλα του δολοφονηθέντος τα απέδωσε σε «περιπτύξεις» τους λίγες ώρες νωρίτερα από τον φόνο.
Τελικώς η 38χρονη ομολόγησε σε έμπειρο αστυνομικό της Ασφαλείας Ναυπλίου, ο οποίος επέλεξε, ύστερα και από συνενοήσεις με συναδελφους του, να την προσεγγίσει με πρόταξη της «δικαιολόγησης της πράξης της λόγω του θυμού της από τη “συμπεριφορά” του συζύγου της τις μοιραίες στιγμές». Η 38χρονη αποκάλυψε στους αστυνομικούς τα πάντα, μίλησε για «βρασμό ψυχής» και απέφυγε να αναφέρει γιατί εγκατέλειψε τον άντρα της ενώ ήταν βαριά τραυματισμένος.
Οταν ολοκλήρωσε την απολογία της και λίγο προτού υπογράψει δέχθηκε στο κινητό της κλήση από στενή συγγενή της. Ηταν αυτό που φάνηκε, σύμφωνα με αστυνομικούς, να την κλονίζει. Τότε μίλησε στους αστυνομικούς «για τον καλοκαιρινό ήλιο που θέλει να βλέπει για πάντα». Ωστόσο μόλις είχε ολοκληρωθεί η αστυνομική έρευνα.
ΠΗΓΗ
from Lougantina-news http://ift.tt/1H2wADb
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου