Είχε τον αέρα του τζέντλεμαν εξομολογείται η βοηθός του «διαβόλου». Πάντοτε ντυμένος με το πιο καλό ύφασμα και πάντα ελαφρά μαυρισμένος. Τα χέρια του, πολύ προσεγμένα. Πρέπει να έκανε μανικιούρ κάθε μέρα! Κούτσαινε ελαφρά, αλλά δεν μπορούσες να τον λυπηθείς, ήταν πολύ αλαζονικός και επιβλητικός. Βέβαια δεν προλάβαινε να τον μελετήσει παραπάνω, καθώς τον έβλεπε σχεδόν κάθε μέρα αλλά για πολύ λίγο. Όταν τον έβλεπε για περισσότερη ώρα, επί σκηνής, ήταν άλλος άνθρωπος. Ο πολιτισμένος, σοβαρός κύριος μετατρεπόταν σε έναν άγριο φωνακλά!
Εξαφανιζόταν η κομψότητα του τζέντλεμαν. Ξαφνικά γινόταν ένας λυσσασμένος νάνος.
«Ο Γκέμπελς ήταν ένας πολύ καλός ηθοποιός», λέει η Πόμσελ στη μοναδική συνέντευξη της ζωής της στον Guardian. Γιατί περίμενε να φτάσει τα 105 έτη για να μιλήσει για τη «γερμανική ζωή» της; «Ένα είναι σίγουρο, δεν το κάνω για να ελαφρύνω τη συνείδησή μου», τονίζει. Ήταν δακτυλογράφος σε ένα γραφείο. «Απλώς μία ακόμη θέση εργασίας». Στο μυαλό της, «απλώς» έπρεπε να πειράζει λίγο –προς τα κάτω- τα στατιστικά στοιχεία για τους πεσόντες στρατιώτες και να φουσκώνει όσο πιο πολύ μπορούσε τα νούμερα βιασμών που υπέστησαν Γερμανίδες γυναίκες από άνδρες του Κόκκινου Στρατού. «Δεν έκανα τίποτε περισσότερο από το να πειθαρχία. Μεγαλώνοντας έπρεπε να σκληρύνει γρήγορα. Όταν επέστρεψε ο πατέρας της από τον «Μεγάλο Πόλεμο» απαγόρευσε τα γιο – γιο από το υπνοδωμάτιο των παιδιών. «Έπρεπε να ξεπεράσουμε τον φόβο μας για τα κακά πνεύματα και τις μάγισσες μέχρι να φτάσουμε στην εξωτερική τουαλέτα». Και φυσικά κάθε φορά που τα παιδιά ήταν ανυπάκουα έτρωγαν μαστιγώματα, ο πατέρας τους χρησιμοποιούσε έναν κόπανο! «Αυτό μου έμεινε», εξηγεί η ίδια. Όχι το τραύμα, «η αίσθηση του καθήκοντος».
«Ο Γκέμπελς ήταν ένας πολύ καλός ηθοποιός», λέει η Πόμσελ στη μοναδική συνέντευξη της ζωής της στον Guardian. Γιατί περίμενε να φτάσει τα 105 έτη για να μιλήσει για τη «γερμανική ζωή» της; «Ένα είναι σίγουρο, δεν το κάνω για να ελαφρύνω τη συνείδησή μου», τονίζει. Ήταν δακτυλογράφος σε ένα γραφείο. «Απλώς μία ακόμη θέση εργασίας». Στο μυαλό της, «απλώς» έπρεπε να πειράζει λίγο –προς τα κάτω- τα στατιστικά στοιχεία για τους πεσόντες στρατιώτες και να φουσκώνει όσο πιο πολύ μπορούσε τα νούμερα βιασμών που υπέστησαν Γερμανίδες γυναίκες από άνδρες του Κόκκινου Στρατού. «Δεν έκανα τίποτε περισσότερο από το να πειθαρχία. Μεγαλώνοντας έπρεπε να σκληρύνει γρήγορα. Όταν επέστρεψε ο πατέρας της από τον «Μεγάλο Πόλεμο» απαγόρευσε τα γιο – γιο από το υπνοδωμάτιο των παιδιών. «Έπρεπε να ξεπεράσουμε τον φόβο μας για τα κακά πνεύματα και τις μάγισσες μέχρι να φτάσουμε στην εξωτερική τουαλέτα». Και φυσικά κάθε φορά που τα παιδιά ήταν ανυπάκουα έτρωγαν μαστιγώματα, ο πατέρας τους χρησιμοποιούσε έναν κόπανο! «Αυτό μου έμεινε», εξηγεί η ίδια. Όχι το τραύμα, «η αίσθηση του καθήκοντος».
Και στο γραφείο του Γκέμπελς, εκτελούσε το καθήκον της. Άλλωστε, εκείνη ήταν ένα γρανάζι στην καρδιά της προπαγανδιστικής μηχανής των Ναζί. Οι υπόλοιποι Γερμανοί συμμετείχαν κάνοντας κάτι άλλο. «Οσοι από τους σημερινούς Γερμανούς λένε ότι αν ζούσαν τότε θα αντιστέκονταν, το πιστεύουν, αλλά στην πραγματικότητα δεν θα το έκαναν», υποστηρίζει η ίδια. Ξαφνικά ήταν σαν ολόκληρος ο γερμανικός λαός να ήταν μαγεμένος. Στην πραγματικότητα δεν ήξεραν ακριβώς τι γινόταν, αλλά ούτε παιδευόντουσαν ιδιαιτέρως για να μάθουν. Η ίδια η Πόμσελ έβλεπε ότι η ζωή της κοκκινομάλλας Εβραίας φίλης της ξαφνικά «δυσκόλευε».
Πίστεψε αυτό που της είπαν. Οτι η Εύα και όσοι Εβραίοι ξαφνικά εξαφανίζονταν μεταφέρονταν σε χωριά στη Σουδητία, αραιοκατοικημένη περιοχή που είχε ανάγκη από πληθυσμιακή αύξηση. «Το πιστέψαμε, το κατάπιαμε, έμοιαζε εντελώς αληθοφανές».
Μα βρισκόταν μέσα στο σύστημα που μετέτρεπε ψέματα σε Τέχνη, στο ίδιο το υπουργείο της Προπαγάνδας! Πώς γίνεται να μην γνώριζε ποια ήταν η πραγματικότητα; Της έδιναν φακέλους με ονόματα, σαν κι αυτό της ακτιβίστριας νεαρής φοιτήτριας, Σοφί Σκολ, μέλος του αντιστασιακού κινήματος Λευκό Ρόδο. Εκτελέστηκε για προδοσία τον Φεβρουάριο του 1943. «Ένας από τους στενούς σύμβουλους του Γκέμπελς μου είπε να το βάλω στο χρηματοκιβώτιο, χωρίς να τον ανοίξω. Οπότε δεν το έκανα. Η τιμή που αισθάνθηκα για την εμπιστοσύνη που μου έδειχναν ξεπερνούσε την περιέργειά μου».
Ανέλαβε γραμματέας του Γκέμπελς το 1942. «Τίποτε δεν θα με σταματούσε. Μόνο μία μεταδοτική ασθένεια. Ήμουν κολακευμένη, καθώς ήταν μία επιβράβευση για το ότι ήμουν η πιο γρήγορη δακτυλογράφος στον ραδιοφωνικό σταθμό». Άλλωστε, πίσω από τους τοίχους του γραφείου, ήταν κατά κάποιον τρόπο προστατευμένη. Δακτυλογραφούσε. Έβλεπε τον Γκέμπελς όταν έφευγε από το γραφείο του. Κάποιες φορές έρχονταν να τον χαιρετήσουν τα «πολύ ευγενικά» παιδιά του, με ένα Ερντεϊλ Τεριέ. Υποκλίνονταν και έκαναν χειραψίες. Οι Γκέμπελς ήταν «πολύ καλοί μαζί μου», θυμάται σαν να μιλάει για τους κουνιάδους της. Όταν βομβαρδίστηκε το διαμέρισμα όπου διέμενε η ίδια με τους γονείς της, η Μάγκντα, κυρία Γκέμπελς, της χάρισε ένα σακάκι από μαλλί Cheviot, με επένδυση από μετάξι.
Το τέλος αυτής της ζωής, ήρθε μία μέρα μετά τα γενέθλια του Χίτλερ, το 1945. Όταν ο Γκέμπελς και οι συνεργάτες του έλαβαν την εντολή να κατευθυνθούν στο καταφύγιο, το Führerbunker, καθώς τελείωνε ο πόλεμος. «Ένιωσα ότι κάτι μέσα μου πέθανε», λέει. Έπρεπε να έχουν αποθέματα αλκοόλ, για να «διατηρήσουμε το μούδιασμα». Στις 30 Απριλίου έμαθαν τα νέα από τον Γούντερ Σουάγκερμαν. Ο Χίτλερ είχε αυτοκτονήσει, μετά ακολούθησε και ο Γκέμπελς, η γυναίκα του που της είχε χαρίσει το μεταξωτό ρούχο και τα παιδιά που της υποκλίνονταν μέσα στο γραφείο.
Υστερα η ίδια και οι συνάδελφοί γραμματείς έκοψαν πανιά από σάκους με τρόφιμα για να φτιάξουν μία μεγάλη λευκή σημαία, να παραδοθούν στους Ρώσους. Η ίδια είχε προετοιμαστεί, θα έλεγε την αλήθεια: «Δούλεψα ως στενογράφος στο υπουργείο Προπαγάνδας του Γιόζεφ Γκέμπελς».
Καταδικάστηκε σε φυλάκιση πέντε ετών και βρέθηκε σε διάφορα ρωσικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, μέσα και γύρω από το Βερολίνο. «Δεν ήταν και ρόδινη ζωή», περιορίζεται να πει. Μόνο όταν επέστρεψε σπίτι της έμαθε για το «ζήτημα των Εβραίων», όπως το αποκαλεί ακόμα και σήμερα: «Ζήτημα», όχι Ολοκαύτωμα, ούτε τίποτε άλλο, απλά «ζήτημα». Άρχισε τη δεύτερη ζωή της, ξανά ως γραμματέας στο κρατικό ραδιόφωνο, αλλά σε μία διαφορετική χώρα.
Έπρεπε να περάσουν 60 χρόνια από τη λήξη του πολέμου, μέχρι να πείσει τον εαυτό της να ταξιδέψει στο Μόναχο, στο κέντρο πληροφοριών για να αναζητήσει την Εύα. Η κοκκινομάλλα φίλη της που εξαφανίστηκε είχε σταλεί στο Άουσβιτς τον Νοέμβριο του 1943 και ανακηρύχθηκε νεκρή το 1945. Και έπρεπε να περάσουν 70 χρόνια μέχρι να συμφωνήσει να μιλήσει για το πρώτο μέρος της ζωής της, για το ντοκιμαντέρ «Μία γερμανική ζωή».
Είναι 105 ετών, έχει χάσει την όρασή της, αισθάνεται ανακούφιση που οι μέρες της είναι μετρημένες. Όχι, δεν έχει κανένα βάρος στη συνείδησή της. Απλώς εύχεται να έχει μπροστά της μήνες και όχι χρόνια. Ελπίζει ο κόσμος να μην αναποδογυρίσει, όπως συνέβη τότε. «Οι εξελίξεις είναι ανησυχητικές ε; Χαίρομαι που δεν έχω κάνει παιδιά και δεν έχω κανένα άγχος».
πηγή: pentapostagma.gr
from Lougantina-news http://ift.tt/2b33aNB
via IFTTT
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου